Σε έχω κλείσει σε ένα κουτάκι.Δε μιλάς πολύ,ακούς πάντα ότι σου λέω,μ'αγαπάς ,θα κανες τα πάντα για μένα,τα βράδια μου τραγουδάς Λοίζο για να με πάρει ο ύπνος,χασκογελάς με το σάλιο που βρέχει το μαξιλάρι μου και χαιδεύεις τα μαλλιά μου-θέε μου τι ζεστή επαφή- όταν κάποιος με προδίδει.

Κάποτε όλο σε λεγα μπαμπά και μπαμπά,μα στη προσπάθεια μου να ισορροπήσω στα κόκκινα τακούνια,ποδοπότησα άγρια ότι απέμεινε από κείνη τη λέξη.

Πλέον βρίσκω διάφορα ονόματα να σε φωνάξω,διάφορα γράμματα να στριμώξω σε κεινο το κουτί.Στην αρχή,είχα όρεξη πολύ και μετακινούσα με περίσσια φροντίδα όλο το καπάκι,έφτιαχνα στοργικά το άσπρο σατέν και σε τοποθετούσα στη στάση που σε βολεύει.Και ύστερα δε με ένοιαζε τι και πως αρκεί να ήσουν το κουτί μου,το κουτάκι μου.

Μετά ξεβολεύτηκες-έκανε ζέστη λες εκεί μέσα και η υγρασία σου τζάκιζε τα πλευρά- και όλο φώναζες να σε βγάλω.Θιγμένος ο δείκτης μου σε έσπρωξε στο "δε-με-νοιάζει-τι-κάνεις-μετά-από-μένα"και έκλεισα το καπάκι.Θυμωμένη με την ευκολία που βόλεψα κάποιον στο κουτί μου,θυμωμένη με την ευκολία που στρίμωξα κάποιον στις απαιτήσεις μου,πήρα το κόκκινο τακούνι και χάραξα μια λεπτή γραμμή στην επιφάνεια του ξύλινου κουτιού.

Για γράμματα συγκεκριμένων διαστάσεων και ονόματα συγκεκριμένου μήκους.
Για να μην πίεζω και να μην πιέζομαι.

Μα ξέρεις,βλέπω πως οι μέρες τρέχουν ξαφνικά,πως δε προλαβαίνω καν τη σκόνη να πάρω-έστω τα πάνω πάνω-δε προλαβαίνω καν να σκεφτώ αν πια μου αρέσει ο Λοίζος ή θέλω Χατζιδάκη,αν πια θέλω να με χαιδεύεις γιατί με πρόδωσαν και όχι γιατί τους πρόδωσα.

Μα είναι αργά πάλι,κοντεύει μεσάνυχτα.Άσε με μόνο να χωθώ στο μάλλινο πουλόβερ σου και μόνο για απόψε να σε πω μπαμπά,μπαμπάκα μου γιατί φοβάμαι μωρέ,αλήθεια φοβάμαι.
Η σταματημένη εικόνα και τα παγωμένα λόγια,
τα ακίνητα περιστέρια μόλις λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος,
εκφράσεις και αγκαλιές γαντζωμένες στο πέρασμα του χρόνου.
Και όλα αυτά,όμορφα βαλμένα στο παράθυρο του παλιού νοσοκομείου.

Όταν βγαίνεις από δω όλα ξεκινάνε από κει που τ΄άφησες.

Δεν χάνεται τίποτα.

Ούτε καν η επανάληψη.



Το παλιό πλοίο για το νησί των ονείρων,η πέτρινη προβλήτα και η ζεστή σου αγκαλιά.
Ο κοντός κύριος με τα γυαλιά,το μεγάλο καφέ σκυλί και αυτά που μου δωσες.
Τα τσαλακωμένα μου χαρτιά,τα πρόχειρα σκίτσα μου και κάπου κάπου τα λόγια σου.

Κάθε μου ανάμνηση ποτισμένη από το όνομα σου.

Κάθε μου στιγμή αρωματισμένη από τα μαλλιά σου.

Αν με ρωτήσεις τι θέλω να κάνω θα σου πω

"να περάσει"

Και όλα να γίνουν έτσι:

Το παλιό πλοίο για το νησί των ονείρων,η πέτρινη προβλήτα.
Ο κοντός κύριος με τα γυαλιά,το μεγάλο καφέ σκυλί .
Τα τσαλακωμένα μου χαρτιά,τα πρόχειρα σκίτσα μου.

Κάθε μου ανάμνηση..
Κάθε μου στιγμή..
Οι παλάμες μου γεμάτες χώμα.
Το πρόσωπο μου μουτζουρωμένο.
Πονάνε τα πλευρά μου και ανασαίνω αργά.
Ουρλιάζει ο κόσμος που θαψα μέσα του τα πάντα σου.


Οι πρώτες μου φράσεις
οι πρώτες μου λέξεις
δεν έχουν να πουν σε κανέναν τίποτα.

Αλλά καμιά στιγμή,
σε κάποια υπόνοια
θα καταλάβεις
πως
το τίποτα είναι καλύτερο απ' το όλα.
Αν με σκεφτώ σα μια μακρυνή ύπαρξη με το παρελθόν της φορτωμένο στη πλάτη,τότε ήδη γνωρίζω πως ποτέ δε θα ζήσω ως αυτό που σκεφτόμουν και ζήλευα.


Ήδη έκανα,διάλεξα και είπα.
Γίναμε όλοι σκηνές φθηνής παραγωγής,
δύο ζευγάρια όρθια πληρωμένα πόδια
να περπατάμε βιαστικά,να κλωτσάμε τις γάτες
και να βολεύουμε τις πρόστυχες ορμές μας κάθε Πέμπτη στις 9.