ευχαριστω
photos by Κ.Δουμπενιδης

ο ερωτας μεσα μου και μεσα σου/τραγουδησε τον
οι μεγαλοι κανουν ονειρα και τα ονομαζουν παιδια
τα φροντιζουν

και εχουν τα χερια τους σφιχτα
δεμενα
στο τι πιστευαν για αυτα
Βαλε ενα ποτηρι παραπανω
κερασμα της περιεργης μας νυχτας
που αποφασισε σημερα να βρεξει
που αποφασισε τα σκουπιδια να μαζευτουν νωριτερα
που απαιτησε να ειμαστε μακρυα

γεμισε το μεχρι πανω
να την κανουμε να γελασει
να ακουμπησει πανω μας ερωτευμενη
και να μας πει πως τιποτα δεν τελειωνει εδω

πως ολα ειναι καλα
και αυτη που και που
εχεις τις παραξενιες τις
-δεν ειμαστε τιποτα βαρβαροι-
θα της το συγωρεσουμε
Κρέμασε το φεγγάρι στο λαιμό σου
και άνοιξε μου τον ουρανό στα δύο
να ντυθώ με τα πιο μαύρα μου σκοτάδια
και να είσαι εσύ οτι πιο ρομαντικό απέκτησα.

Άλλο η νύχτα και άλλο η μέρα
αρκει να μοιράζεσαι το φως
αρκει να μπορείς
αρκει να θες

Μη μου διώχνεις τα σύννεφα
είναι δικά μου, μόνο δικά μου
Εγώ τα φούσκωσα
μονη μου τα κρεμασα
μονη μου τα χρωμάτισα

Μη ψάχνεις τις τσέπες μου
να βρεις τα πινέλα
είναι κάτω απο το μαξιλάρι μου
νωπά

Μου βρέχουν τα μάγουλα
και ειναι λες και κλαιω.
Δε κλαιω
Ετσι πρεπει να σου πω
Δε κλαιω

Άσε μου λίγο χρόνο να κάνω ένα διάλειμμα

Γίνε αυτό που μας αρέσει

έτσι περνάμε καλά

με στιγμές ανεξάρτητες της μοναξιάς μας

με μια ζεστή αγκαλιά με αυτόν που μας επέλεξε

και ενα ποτήρι κρασί που το πίνουμε χωρίς να μας αρέσει

έτσι για τη παρέα μωρέ


Άσε μου λίγο χρόνο να δω πως βγαίνουν από δω μέσα

Δε σου υπόσχομαι πως θα το βρω ομως με βλέπεις

προσπαθώ να σ αγαπάω

προσπαθώ να σ αγαπησουν

και ας μην είναι αλήθεια




δε κάνει πάντα καλό η αλήθεια που δίνεις

δε σου δωσαν το όνομα για να αγαπιέσαι
μην αφήνεις μακρυά τα μαλλιά σου
και μη βάφεσαι να κρύψεις τη ψυχή σου,
χαμογέλασε μου όταν με φιλάς
και άσε να λένε παραμύθια για τον έρωτα.
όταν τα χέρια ταιριάζουν
είμαστε οι δυό μας
Φεύγουν και έρχονται
και δε πείθονται από έρωτα

Έτσι μάλλον πρέπει να είναι
να φεύγουν και να έρχονται
και να μη πείθονται από έρωτα

Να αγαπιόμαστε μόνο όταν υπάρχει λόγος



Στα μεγάλα σου τα ναι
θα ήμουν εκεί
πριν με προλάβει η καταιγίδα
πριν με προλάβει ο δρόμος
που τρέχει πίσω μου
και πίσω σου


Και εγώ
πάλι χαλασμένο ρολόι
βρέθηκα στο πιο βαρύ σου όχι
μα κ αυτό γοητεία έχει

Άλλωστε όλες σου οι λέξεις έχουν.
όλες μου οι λέξεις
Αρκεί να θέλω, να θες και να θέλουν
Ξημερώσαμε με δυό σ΄αγαπώ και ένα σε θέλω,
άλλα καινούργια και άλλα παλιά,
πάντα όμως προορισμένα στο να κοιτάμε δειλά τον εαυτό μας.
το όνομα της ταυτότητας μου δε γίνεται να αλλάξει
μα εγώ μπορώ να σ΄αγαπήσω
και εσύ να με θελήσεις
και η γενικότητα που οι άλλοι μου προσάπτουν
να γίνει για σένα το "ψυχή μου"


Να μου ζωγραφίσεις μια πόλη με κιμωλία.
Και όταν τα πουλιά θα πετάνε
εσύ να χτυπάς παλαμάκια..
Μην ακούς που λένε πως φοβούνται!
Και θα χω και ένα κύκλο
μέσα να ακουμπάω τον εαυτό μου.
Και ότι τραυματισμένη σκέψη έκανα
θα την έχω ντυμένη στα λευκά,
σε ετοιμότητα για το νοσοκομείο των ψυχών μας
Να μου γελάς και να φωτίζει
Δεν αγαπάω πια ανθρώπους
μόνο χαμόγελα



έτσι και αλλιώς πάντα διαλέγεις

κάτι
Το όριο μου δε σταματάει στο άπειρο,
δεν μηδενίζονται οι αποστάσεις,
τα μέτρα τα θέτεις όπως και όπως,
και σε απροσδιοριστία
η κατάληξη


Καλή Ανάσταση
να μας μεθύσουν
πως έρχονται
καλύτερες
μέρες



Να σβήσουμε τα ονόματα μας στα κουδούνια,
και να γράψουμε Άνθρωπος,
να φοράμε ανάποδα τις μπλούζες,
για να φαίνονται οι ραφές,
και ξυπόλητοι στους δρόμους να τρέχουμε,
ουρλιάζοντας το όνομα αυτού που αγαπάμε.

Παρθένοι στην ανωμαλία του καιρού μας
Αν μου τάξεις δυό χαμόγελα θα είναι όλα καλά.
Θα περπατάμε μαζί,με δυό παλάμες αχώριστες και δύο ζευγάρια μεγάλα γελαστά μάτια.
Ναι,ναι έτσι θα γίνει.Θα μου τάξεις δυό χαμόγελα.Και θα ορκιστείς οτι μ΄αγαπάς.

Τα σύννεφα θα είναι παχουλά και ο ήλιος θα 'χει όνομα.
Και αν το φωνάξω θα γυρίσεις.
Και αν το φωνάξεις θα γυρίσω.
Ναι,ναι έτσι θα γίνει.Ο ήλιος θα ΄χει όνομα.
Και θα ορκιστείς οτι μ΄αγαπάς.

Θα ακουμπάς το κεφάλι σου στον ώμο μου,
και θα μιλάμε για το τι θέλω και το τι ήθελες,
για το τι θέλεις και το τι ήθελα.

Και κάποιο βράδυ,
που δε θα το ξέρω και δε θα το ξέρεις,
δε θα είμαι εγώ και δε θα είσαι εσύ.

Θα είμαστε δύο τυχαίες υπάρξεις που κάποτε αγκαλιάστηκαν



Στα έντονα σχέδια των βιτρινών
δε φταίς εσύ που χάνεσαι
στα βήματα των περαστικών
δε φταίς εσύ που μπλέκεσαι.
Και για κορόιδο των γελοτοποιών
που χάχανα ξεχειλίζουν οι τσέπες τους,
δε φταις εσύ αν σε περνάνε..

Στο πλαστικό σου ποτήρι,
αυτά που είπες,αυτά που έκανες,αυτά που θέλησες,
αποκτούν τη συχνότητα κερμάτων,
δε φταίς εσύ.

Αλλά τα τρύπια σου παπούτσια.
Πότε τα διάλεξες;
Σ'αρέσει έτσι που γίνομαι;
Έτσι που τρέχω και πετάω;
Που δεν έχω χρόνο
Δεν εχω
Δεν εχω
Εχω μια τσέπη γεμάτη χαρτόνια
Έχω ένα σπίτι γεμάτο μπαλόνια.
Σ'αρέσει έτσι που γελάω;
Έτσι που χορεύω και σ'αγκαλιάζω;
Που δεν έχω χρόνο
Δεν εχω
Δεν εχω
Έχω μια παλάμη γεμάτη σταγόνες

-Φόρεσε τις καλές σου λέξεις
να γίνεις όμορφη
να με μάθεις να αγαπάω

Κοίταξε με και διάλεξε χρώμα και μέγεθος

Διάλεξε από τα μάτια μου το ¨σε σκεφτομαι¨
και ξετρύπωσε από τα βλέφαρα μου το ¨μου λείπεις¨

-Ποιό μέρος της σάρκας σου μου δώρισες για να μπορώ να σε αγγίξω;
Το άρωμα σου μου ανήκει από τη μέρα που ακούμπησα στο στήθος σου εκείνη τη μαργαρίτα.

-Είναι δικό σου ότι σου ανήκει

-Δε με ξέρεις

-Σε φαντάζομαι

-Δε με ξέρεις καλά

-Σε λένε Εικόνα

-Με λένε Ανάγκη


Τα κόκκινα φεγγάρια των ημερών μας,
μονότονα φανάρια των λεωφόρων
που σε ζαλίζουν και σε ζαλίζουν.


Οι λέξεις που ξεφεύγουν,
τώρα παρατημένα μπουκάλια κρασί,
αδειάζουν στο ποτήρι γουλιά- γουλιά τον εαυτό σου.


Οι συμβουλές και οι εξηγήσεις,
ανόητα αποτυπώματα φιλιών σε παλιούς καθρέφτες,
τόσα πολλά στριμωγμένα, μέχρι να πεις:
φτάνει και φτάνει.
Στα δάχτυλα μου τα σβηστά τσιγάρα,
η ψευδαίσθηση πως εξαρτώμαι από κάπου,
στο καθρέφτη το αποτύπωμα των στεγνών χειλιών μου,
καιρό απότιστα από όμορφες λέξεις,
τα μάτια μου κλειστά,
χωρίς οράματα και διάφορα που κάποτε είχα..

Θα μπορούσα να πω πως φταις εσύ,
που αφήνεις μισοτελειωμένο το κάθε μου όνειρο,
μα δεν θα σου δώσω την ευθύνη της διάθεσης μου,
υπάρχει για μένα.



Βρήκα μια πρόθεση το πρωί στη κουζίνα μου
Δε παραπέμπει στο "προ-χώρησες"
αλλά στο "προ-δωσες"
η ώρα πέρασε,ο χρόνος δεν είναι πια χρόνος.
Είναι μια δερμάτινη βαλίτσα αναμνήσεων και παλιών υποθέσεων.Είναι ένας φάκελος με αποκόμματα περιοδικών και κολλημένες τσίχλες στο πάτο της σχολικής μου τσάντας.Βρεγμένα χαρτομάντηλα από χυμένα δάκρυα και σκισμένα μανίκια από ξέφρενα κυνηγητά.
Ο χρόνος δεν είνα πια χρόνος.Εδώ που φτάσαμε είναι μόνο ένα μάτσο απρεπείς προτάσεις.Είναι μνήμες που πλαισιώνουν το παρόν μου,χωρίς να ελπίζουν πουθενά,επιβιώνοντας από τη κρυφή συλλογή στιγμών μου.
Οι σκιές που κάνουν τα χέρια μου δε μοιάζουν με πεταλούδες και χαρούμενες μορφές.Η σαρκοβόρα πλευρά του εαυτού μου...Κοιτάει το σώμα και το κορμί,την αόριστη σάρκα και μορφή.Ψυχή δεν υπάρχει στις κινήσεις του.Ψυχή δε θα υπάρξει στις υποσχέσεις και στα όνειρα του.
Μα εγώ δε βιάζομαι.Ποτέ δε βιάστηκα.
Ο χρόνος είναι χρόνος
Ο χρόνος είναι το είδωλο μου στο καθρέφτη του παιδικού μου δωματιου.
Δε βιάζομαι
Από ολα τα τσαλακωμένα μου χαρτιά
από όλες τις ιστορίες και τα ποιήματα
από όλες τις στιγμές και τις φράσεις
ένα είναι το αγαπημένο μου

"μου λείπεις"

και το πιο προσωπικό μου..
19 είχε ο μήνας τότε
Το σπίτι πια δεν είναι σπίτι
Δεν έχει το άρωμα λεβάντας και μέντας.

Τα βιβλία πια δεν είναι βιβλία
Δεν ταιριάζει η τσάκιση στις σελίδες τους.

Το ραδιόφωνο πια δεν είναι ραδιόφωνο
Δεν ξεχωρίζεις τον λόγο απ΄τη γλώσσα.

Οι άνθρωποι πια δεν είνα άνθρωποι
Δεν σου μοιάζουν στο ελάχιστο.

Από τότε που αποφάσισες να φύγεις
τίποτα δεν είναι σωστό.

Τίποτα κατανοητό
Τίποτα
Τίποτα
Τίποτα
Τίποτα
Τίποτα
Τίποτα
Τίποτα
Τίποτα
Τίποτα
Έτσι φτάσαμε στο τώρα;
Όχι,όχι.Φυσικά και όχι
Η αγκαλιά είναι ακόμα αγκαλιά
Το φιλί είναι ακόμα φιλί
Και εσύ..
Και εσύ είσαι ακόμα εσύ..
Σαν ξεριζωμένα τμήματα του χώρου σου,
περιορίζοντας τον ουρανό και τον καθαρό μου αέρα..
περιττά μπαλκόνια αγκιστρωμένα στα κτίρια,
δειλά κάνοντας σκιά σε πρόχειρα πεζοδρόμια, φωλιάζουν στη γιορτινή μας αφέλεια το κιτς των ανθρώπινων ψευδαισθήσεων..
Λες και βάλαμε στη πρίζα το κόκκινο χαμόγελο μας
και τραγουδώντας το κρεμάσαμε στα σκουριασμένα κάγκελα.

Οι ήχοι που έκαναν οι χάντρες στα φθηνά σου βραχιόλια,
και τα κορδόνια των κοινών παπουτσιών σου,
σαν τα σύννεφα πριν βρέξει.


Πάντα επιβλητικότητα και μόνο βροχή.
Σε έχω κλείσει σε ένα κουτάκι.Δε μιλάς πολύ,ακούς πάντα ότι σου λέω,μ'αγαπάς ,θα κανες τα πάντα για μένα,τα βράδια μου τραγουδάς Λοίζο για να με πάρει ο ύπνος,χασκογελάς με το σάλιο που βρέχει το μαξιλάρι μου και χαιδεύεις τα μαλλιά μου-θέε μου τι ζεστή επαφή- όταν κάποιος με προδίδει.

Κάποτε όλο σε λεγα μπαμπά και μπαμπά,μα στη προσπάθεια μου να ισορροπήσω στα κόκκινα τακούνια,ποδοπότησα άγρια ότι απέμεινε από κείνη τη λέξη.

Πλέον βρίσκω διάφορα ονόματα να σε φωνάξω,διάφορα γράμματα να στριμώξω σε κεινο το κουτί.Στην αρχή,είχα όρεξη πολύ και μετακινούσα με περίσσια φροντίδα όλο το καπάκι,έφτιαχνα στοργικά το άσπρο σατέν και σε τοποθετούσα στη στάση που σε βολεύει.Και ύστερα δε με ένοιαζε τι και πως αρκεί να ήσουν το κουτί μου,το κουτάκι μου.

Μετά ξεβολεύτηκες-έκανε ζέστη λες εκεί μέσα και η υγρασία σου τζάκιζε τα πλευρά- και όλο φώναζες να σε βγάλω.Θιγμένος ο δείκτης μου σε έσπρωξε στο "δε-με-νοιάζει-τι-κάνεις-μετά-από-μένα"και έκλεισα το καπάκι.Θυμωμένη με την ευκολία που βόλεψα κάποιον στο κουτί μου,θυμωμένη με την ευκολία που στρίμωξα κάποιον στις απαιτήσεις μου,πήρα το κόκκινο τακούνι και χάραξα μια λεπτή γραμμή στην επιφάνεια του ξύλινου κουτιού.

Για γράμματα συγκεκριμένων διαστάσεων και ονόματα συγκεκριμένου μήκους.
Για να μην πίεζω και να μην πιέζομαι.

Μα ξέρεις,βλέπω πως οι μέρες τρέχουν ξαφνικά,πως δε προλαβαίνω καν τη σκόνη να πάρω-έστω τα πάνω πάνω-δε προλαβαίνω καν να σκεφτώ αν πια μου αρέσει ο Λοίζος ή θέλω Χατζιδάκη,αν πια θέλω να με χαιδεύεις γιατί με πρόδωσαν και όχι γιατί τους πρόδωσα.

Μα είναι αργά πάλι,κοντεύει μεσάνυχτα.Άσε με μόνο να χωθώ στο μάλλινο πουλόβερ σου και μόνο για απόψε να σε πω μπαμπά,μπαμπάκα μου γιατί φοβάμαι μωρέ,αλήθεια φοβάμαι.
Η σταματημένη εικόνα και τα παγωμένα λόγια,
τα ακίνητα περιστέρια μόλις λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος,
εκφράσεις και αγκαλιές γαντζωμένες στο πέρασμα του χρόνου.
Και όλα αυτά,όμορφα βαλμένα στο παράθυρο του παλιού νοσοκομείου.

Όταν βγαίνεις από δω όλα ξεκινάνε από κει που τ΄άφησες.

Δεν χάνεται τίποτα.

Ούτε καν η επανάληψη.



Το παλιό πλοίο για το νησί των ονείρων,η πέτρινη προβλήτα και η ζεστή σου αγκαλιά.
Ο κοντός κύριος με τα γυαλιά,το μεγάλο καφέ σκυλί και αυτά που μου δωσες.
Τα τσαλακωμένα μου χαρτιά,τα πρόχειρα σκίτσα μου και κάπου κάπου τα λόγια σου.

Κάθε μου ανάμνηση ποτισμένη από το όνομα σου.

Κάθε μου στιγμή αρωματισμένη από τα μαλλιά σου.

Αν με ρωτήσεις τι θέλω να κάνω θα σου πω

"να περάσει"

Και όλα να γίνουν έτσι:

Το παλιό πλοίο για το νησί των ονείρων,η πέτρινη προβλήτα.
Ο κοντός κύριος με τα γυαλιά,το μεγάλο καφέ σκυλί .
Τα τσαλακωμένα μου χαρτιά,τα πρόχειρα σκίτσα μου.

Κάθε μου ανάμνηση..
Κάθε μου στιγμή..
Οι παλάμες μου γεμάτες χώμα.
Το πρόσωπο μου μουτζουρωμένο.
Πονάνε τα πλευρά μου και ανασαίνω αργά.
Ουρλιάζει ο κόσμος που θαψα μέσα του τα πάντα σου.


Οι πρώτες μου φράσεις
οι πρώτες μου λέξεις
δεν έχουν να πουν σε κανέναν τίποτα.

Αλλά καμιά στιγμή,
σε κάποια υπόνοια
θα καταλάβεις
πως
το τίποτα είναι καλύτερο απ' το όλα.